Μοναχικές γιορτές για Ελληνίδα ηθοποιό! «Δεν είμαι καλά! Είμαι εντελώς μόνη, δεν έχω να απολαύσω κάτι»

«Δεν πρόκειται να κλειστώ σε γηροκομείο! Θέλω να πεθάνω σπίτι μου»

Η άλλοτε μπριόζα -και σπουδαία- ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου Σούλη Σαμπάχ ανοίγει το σπίτι της και την καρδιά της στην «Espresso» και εξομολογείται στον Νίκο Νικόλιζα τα «πικρά» συναισθήματα που έχει τούτες τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων.

Εχοντας πλέον σοβαρά προβλήματα υγείας, που την αναγκάζουν να είναι καθηλωμένη σχεδόν όλη την ημέρα στο κρεβάτι της, η 87χρονη ηθοποιός, χορεύτρια και τραγουδίστρια προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της ψυχής της.

Στο πανέμορφο σπίτι της στην Πανόρμου, όπου έμενε με τον σύζυγό της Δημήτρη Νικολαΐδη, τα πάντα έχουν μείνει ίδια: πίνακες ζωγραφικής, αυτόγραφα, φωτογραφίες από την εποχή που μεσουρανούσαν και οι δυο είναι στη θέση τους. Ωστόσο, εκείνη δεν έχει πλέον το κουράγιο να ανοίξει και να ξεφυλλίσει ούτε τα άλμπουμ που θυμίζουν τις ένδοξες στιγμές της καριέρας της. Μας ζητά μάλιστα να μην τη φωτογραφίσουμε και το σεβόμαστε…

«Δεν είμαι τελείως καλά. Συγχωρέστε με που δεν μπορώ να σας προσφέρω κάτι. Οταν γίνω καλά, θα σας προσκαλέσω για γεύμα» μας λέει και δείχνει να ευχαριστιέται που την επισκεφτήκαμε. Ωστόσο, όπως αναφέρει, οι ημέρες των Χριστουγέννων για εκείνη είναι σαν όλες τις άλλες. «Δεν έχω κάτι για να απολαύσω αυτές τις ημέρες. Μοναξιά, μοναξιά, μοναξιά. Ευτυχώς, όταν ήρθε προ μηνών μια φίλη μου να με δει, μου άφησε τον σκύλο της για συντροφιά. Με τη σκυλίτσα την Ηρώ θα γιορτάσω αυτές τις μέρες» συνεχίζει συγκινημένη η γυναίκα, το σπίτι της οποίας άλλοτε έσφυζε από ζωή!

Ο σύζυγός της Δημήτρης Νικολαΐδης έφυγε από τη ζωή πριν από 25 χρόνια. Για εκείνη ήταν η μεγαλύτερη απώλεια, μια και έκτοτε το σπίτι της αλλά και η ζωή της ολόκληρη ερήμωσαν, σκοτείνιασαν… «Δεν έχει φύγει μόνο ο άνθρωπός μου, ο Δημήτρης. Εχουν φύγει οι πάντες από τη ζωή μου. Συνάδελφοι, συγγενείς, φίλοι. Ακόμα και τα δύο ανίψια μου βρίσκονται στη Γερμανία. Πλέον σε αυτή τη ζωή είμαι εντελώς μόνη» τονίζει και τα μάτια της δεν σταματούν να βουρκώνουν, παρότι το ευγενικό χαμόγελο που σχηματίζεται στα χείλη της προσπαθεί να απαλύνει τη θλίψη.

Σούλη Σαμπάχ

«Κι αυτές τις γιορτές μόνη μου θα είμαι, με το σκυλάκι μου. Αν θέλεις, έλα να γευματίσουμε μαζί, να σηκωθώ κι εγώ λίγο όρθια» μας προτείνει και μας ραγίζει την καρδιά. Αραγε, φέρνει στον νου όλες εκείνες τις στιγμές που μαζί με τον σύζυγό της και με συναδέλφους της περνούσαν όλοι μαζί τις ημέρες των γιορτών; «Αποφεύγω να νοσταλγώ και να θυμάμαι, γιατί στενοχωριέμαι, κλαίω και δεν πρέπει, μια και η υγεία μου είναι επιβαρημένη. Προσπαθώ να μη θυμάμαι» αναφέρει.

Οι φίλοι, όμως, γιατί απουσιάζουν από τη ζωή της; Δεν νιώθει πικρία που το τηλέφωνό της δεν χτυπάει πλέον; Που δεν υπάρχει κάποιος άνθρωπος να νοιαστεί για εκείνη; Χαμογελάει…

«Η δουλειά του καλλιτέχνη είναι τέτοια, που αργά ή γρήγορα θα νιώσεις μοναξιά, αν δεν έχεις κάποιον δικό σου άνθρωπο στη ζωή. Ο καλλιτέχνης παλεύει με τη ματαιοδοξία του, με τα εγώ του. Και όταν τα φώτα σβήσουν, τότε αντιλαμβάνεται πως όλη η ζωή του κρεμόταν σε ένα τεντωμένο σχοινί χωρίς γυρισμό. Δυστυχώς κι εγώ, όταν βρισκόμουν στις δόξες μου, δεν έπαιρνα τηλέφωνα τους συναδέλφους μου. Αρα γιατί εκείνοι να μου τηλεφωνήσουν;» αναρωτιέται.

Εχει, λοιπόν, μετανιώσει για πράγματα τα οποία δεν έπρεπε να είχε κάνει; «Οχι, παιδί μου. Δεν μετάνιωσα ούτε μετανιώνω για οτιδήποτε έκανα στη ζωή μου. Δεν μου φταίει τίποτα και κανένας. Ετσι έπρεπε να γίνουν και έτσι έγιναν» μονολογεί.

«Δεν πρόκειται να κλειστώ σε γηροκομείο»

Ισως η ανάγκη να εισαχθεί σε κάποιο γηροκομείο, όπως έγινε με τη Μαίρη Λίντα, προκειμένου να έχει κάποιους ανθρώπους στο πλευρό της, να είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Το πρόσωπό της… σκοτεινιάζει. «Εγώ δεν πρόκειται να κλειστώ σε τέτοια μέρη και είμαι απόλυτη σε αυτή την απόφασή μου. Εχω το σπίτι μου, έχω τις βεράντες μου. Θέλω να πεθάνω σπίτι μου. Αποκλείεται. Και εξάλλου εκεί με ποιους θα κάνω παρέα; Δεν ξέρω κανέναν, δεν θα με ξέρει κανένας. Θα είμαι ένας ξένος ανάμεσα σε ξένους» τονίζει και μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις που κάνει όταν κλείνει τα μάτια της για να κοιμηθεί.

«Κάποτε, όταν ζούσαν οι δικοί μου άνθρωποι, σκεφτόμουν τον θάνατό τους και τον δικό μου θάνατο και πώς θα μπορούσα να αντιμετωπίσω αυτή την κατάσταση. Πλέον όμως δεν σκέφτομαι τίποτα απ’ όλα αυτά. Ούτε και φοβάμαι τον θάνατο. Οπως δεν ξέρω πώς ήρθα στη ζωή, έτσι δεν ξέρω πώς θα φύγω και πού θα πάω. Το θεωρώ απόλυτα φυσιολογικό».