Η Ελεονώρα Μελέτη σε εξομολόγηση ψυχής – «Έσβησε μπροστά μου, έκλαιγα γοερά»
Η τρυφερή ανάρτηση από την Ελεονώρα Μελέτη για την απώλεια της.
Φορτισμένη συναισθηματικά ήταν η Ελεονώρα Μελέτη, το βράδυ της Παρασκευής, επιθυμώντας να μοιραστεί τις σκέψεις της με τους διαδικτυακούς της φίλους. Έτσι, η παρουσιάστρια του MEGA προχώρησε σε μια ανάρτηση – εξομολόγηση ψυχής αναφερόμενη στον λατρεμένο της παππού που έφυγε από τη ζωή πριν από 21 χρόνια.
Πιο συγκεκριμένα, η Ελεονώρα Μελέτη σημείωσε στον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram πως «σαν σήμερα πριν 21 χρόνια έχασα τον παππού μου. Ήμουν 22 χρόνων και ήταν ο πρώτος θάνατος δικού μου ανθρώπου. Έσβησε μπροστά μου. Εκείνη τη στιγμή ναι μεν έκλαιγα γοερά αλλά ένιωθα και λύτρωση. Λύτρωση από το φόβο του θανάτου που με κυρίευε όσο καιρό τον «περιμέναμε». Ο παππούς μου ήταν λεβεντάνθρωπος. Κάθε Παρασκευή ερχότανε στο σπίτι μας, έβαζε να ακούσει bolero στο πικ απ, έπινε ουίσκι σε κρυστάλλινο σκαλιστό ποτήρι, μου χάριζε μια σοκολάτα Ιon και μου έδινε 1000 δραχμές χαρτζιλίκι».
Ακολουθεί η τρυφερή ανάρτηση από την Ελεονώρα Μελέτη:
«Μέσα στο δερμάτινο καφέ τσαντάκι του φυλούσε πάντα τυλιγμένη στα 4 μια έκθεση που είχα γράψει και τη θεωρούσε ένα μικρό αριστούργημα. Με ρωτούσε συχνά: «έγραψες? τι καινούργιο έγραψες? Γράψε!» Του έγραψα κάτι και του το τρύπωσα στο χέρι του λίγο πριν φύγει.
Ήταν θαυμαστής μου ο παππούς μου. Τα καλοκαίρια μου ήταν όλα μαζί του. Κάθε απόγευμα με έστελνε να του πάρω από το πρακτορείο τύπου του χωριού, τις εφημερίδες και ένα «δάχτυλο», παγωτό γρανίτα της εποχής. Είχε σάκχαρο και πρόσεχε τα γλυκά. Κάθε πρωί έκανε πορεία, περπατούσε χιλιόμετρα και είχε ως προορισμό, την «ελιά του παππού», γιατί στο σημείο εκείνο έστριβε για την επιστροφή του. Ήταν δεινός κολυμβητής, κολυμπάω άριστα χάρη σε εκείνον, κάνω τέλειες βουτιές και ακόμα και τώρα σε κάθε μου «κεφαλία» όταν βγαίνω από το νερό τον ψάχνω για να μου γνέψει αν ήταν άριστη η βουτιά ή «έτσι κ έτσι».
Χάρη στον παππού μου αγάπησα τη κλασική μουσική και ενα Σεβαλιέ δαχτυλίδι που φορούσε και τώρα είναι δικό μου. Σε όλες του τις φωτογραφίες έπαιρνε πάντα την ίδια πόζα: κοιτούσε το άπειρο, ποτέ το φακό, και έγερνε λίγο τον αριστερό του ώμο.
Τα μεσημέρια πριν κοιμηθεί χωνόμουν κάτω από το κρεβάτι του και περίμενα να ξαπλώσει για να τον τρυπήσω από κάτω με ένα στύλο. Λάτρευε τα μακριά μαλλιά στις γυναίκες και όταν τα έκοψα κοντά, αν και δεν ζούσε, είχα μέσα μου λίγες τύψεις που έκανα κάτι που σίγουρα δεν θα «ενέκρινε». Σε λίγες εβδομάδες όμως που θα κυκλοφορήσει το πρώτο μου βιβλίο, είμαι σίγουρη πως από κάπου θα βλέπει και θα χαίρεται γιατί να που πάλι «κάτι έγραψα». Ο παππούς μου σας λέω ήταν φανταστικός».