«Μέναμε σε σπίτι που μας είχε παραχωρήσει ο Δήμος Αθηναίων και τρώγαμε στα συσσίτια της Εκκλησίας»

Χρήστος Κάλοου

«Τον συνάντησα στα είκοσί μου και, όταν του είπα ότι έχει υποχρεώσεις ως πατέρας, με γρονθοκόπησε...»

Ο τραγουδιστής και ηθοποιός Χρήστος Κάλοου μιλά για τα δύσκολα χρόνια στο ορφανοτροφείο και τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα στον Αλκίνοο Μπουνιά και την εφημερίδα Espresso.

Πού γεννήθηκες;
Στην Αθήνα και είμαι μοναχοπαίδι. Μέχρι δυόμισι χρονών έζησα στη Μάλτα, όπου υπηρετούσε ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν Αγγλος αξιωματικός του βρετανικού ναυτικού. Μετά μετακομίσαμε στο Νορθάμπτον, έξω από το Λονδίνο, όπου έζησα μέχρι τα πέντε μου. Η μητέρα μου, που είναι Ελληνίδα, διαπίστωσε ότι ο πατέρας μου είχε εξωσυζυγικές σχέσεις, πληγώθηκε και θεώρησε σωστό να βουτήξει το παιδί της και να γυρίσει στην Ελλάδα.

Οι συνθήκες εδώ ήταν τραγικές, γιατί δεν υπήρχαν συγγενείς και η ίδια, που, πριν παντρευτεί, ήταν δημόσια υπάλληλος στα Ελληνικά Ταχυδρομεία, είχε χάσει τη δουλειά της. Ανεβήκαμε μεγάλο Γολγοθά! Μέναμε σε ένα σπίτι που μας είχε παραχωρήσει ο Δήμος Αθηναίων, που έμπαζε από παντού… Τρώγαμε στα συσσίτια της Εκκλησίας.

[dfp_ads id=236982]

Μέχρι πότε;
Όταν έγινα πεντέμισι χρονών, η μητέρα μου με έβαλε με μέσο στο Ζάννειο Ορφανοτροφείο της Εκάλης.

Από το κακό στο χειρότερο δηλαδή…
Έζησα σε πολύ άσχημες συνθήκες για ένα παιδί! Εκεί, αν τολμούσες να μη φας το φαΐ σου, έπεφτε πολύ ξύλο με βίτσα από τον διευθυντή, τον κύριο Μιχάλη. Λυπάμαι, γιατί εγώ δεν έπαιξα όπως άλλα παιδιά με στρατιωτάκια. Όταν δε τις Κυριακές ερχόταν η κακομοίρα η μάνα μου να με δει κι έφευγε, έκλαιγα γοερά…

Τι άλλο θυμάσαι από τη ζωή σου στο ορφανοτροφείο;
Θυμάμαι που μας επισκέπτονταν ο Κώστας Βουτσάς και η Σπεράντζα Βρανά και μας έφερναν γλυκά. Μάλιστα, όταν το 1983 έπαιξα με τον Βουτσά, του είπα ότι εγώ ήμουν ένα από τα παιδάκια του ορφανοτροφείου που τότε επισκεπτόταν. Κι έμεινε άλαλος για ένα λεπτό…

Τον πατέρα σου τον είδες ξανά;
Τον συνάντησα στα είκοσί μου και, όταν του είπα ότι έχει υποχρεώσεις ως πατέρας, με γρονθοκόπησε… Θεωρούσε ότι η μητέρα μου με είχε κρύψει ή κλέψει -πάρ’ το όπως θες- από εκείνον…