Γιώργος Αρμένης: «Από όταν σκότωσαν τον Γρηγορόπουλο, μαράζωσε το θέατρο μου»

Γιώργος Αρμένης

«Έκανα τηλεόραση μετά από χρόνια και ήθελα να φύγω από την πρώτη στιγμή», τονίζει, μέσα σε όλα, ο Γιώργος Αρμένης στο zappIT.

Ο Γιώργος Αρμένης μιλάει αποκλειστικά στο zappIT με αφορμή το έργο «Κάποτε στον Βόσπορο» του Άκη Δήμου που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Σοφίας Σπυράτου στο θέατρο Βεάκη. Ένας από τους πλέον έμπειρους θεατρανθρώπους, που αγαπάει να προσφέρει απλόχερα χώρους και ευκαιρίες στη νέα γενιά. Καλλιτέχνης σπουδαίος και προσωπικότητα σπάνιας κοπής. Ο Γιώργος Αρμένης εφ’ όλης της ύλης με το θέατρο σε πρώτο πλάνο…

Νέα δεδομένα παντού, νέα δεδομένα και στο θέατρο τόσο για εσάς όσο και για εμάς κ. Αρμένη. Πως σας βρίσκουν αλήθεια;

Μια νέα πραγματικότητα παντού και στον δικό μας χώρο. Τα θέατρα δέχονται πια εμβολιασμένους θεατές και εμείς οι εργαζόμενοι καταθέτουμε τα πιστοποιητικά στις επιχειρήσεις. Οι θεατές είναι με την μάσκα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης και αυτό είναι λίγο περίεργο. Δεν μπορείς να δεις το χαμόγελο τους. Εκείνοι βλέπουν τουλάχιστον το δικό μας αλλά είναι κάτι απ’ αυτά τα απίστευτα που δεν περιμέναμε ποτέ να έρθουν. Για ένα φεγγάρι είχα κάνει ναυτικός, πήγαινα σαν παιδί στην Ιαπωνία και έβλεπα όλους να κατεβαίνουν κατά χιλιάδες από τους σταθμούς με μάσκες. Όταν μπήκαμε σε αυτό τον δρόμο, λοιπόν, αναρωτήθηκα αν είμαστε στην Ιαπωνία. Πρέπει όμως να γίνει όλο αυτό, να προσέξουμε και οι ανεμβολίαστοι ας βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους.

Μέσα στις μακρόσυρτες καραντίνες και την αναγκαία παύση του θεάτρου, πότε άρχισε να σας λείπει η σύνδεση με το κοινό;

Είμαι πια 53 χρόνια στο θέατρο. Αυτό που με πείραξε μέσα μου βαθιά είναι πως για μεγάλο διάστημα δεν έπαιζα. Σκεφτόμουν γιατί. Από τώρα δηλαδή παροπλίστηκα; Δέθηκα και θα σκουριάσω σαν καράβι; Ευτυχώς, όμως, με πήρε τηλέφωνο ο Μάρκος Τάγαρης και μου έκανε την πρόταση καθώς ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, που έπαιζε πέρσι στην παράσταση, θα έκανε μια άλλη δουλειά. Έτσι, μπήκα σε είκοσι μέρες και έπρεπε να μάθω τα λόγια μου. Όλοι ωστόσο οι συνάδελφοι είναι στην τηλεόραση οπότε ερχόταν που και που κάποιος, έλεγα τα λόγια, λίγο να τον ακούσω και έφευγε. Διάβαζα συνέχεια για να μπω στο έργο και με βοήθησε πάρα πολύ η σκηνοθέτης μας, η Σοφία Σπυράτου.

Τι μνήμες μας ανασύρει αυτή η δουλειά, το «Κάποτε στον Βόσπορο»;

Είναι ένα έργο του Άκη Δήμου, που μας χάρισε και την Λωξάντρα της οποίας το βιβλίο έσπασε κάθε ρεκόρ για την εποχή του. Έχουμε οικογένειες που αγαπιούνται, παιδιά που μπερδεύονται και μια τάξη ανεβασμένη στην Κωνσταντινούπολη από το 1939 μέχρι το 1995 που τους έδιωξαν. Οι παρενοχλήσεις δεν σταματούσαν ποτέ ενώ φαίνεται πως δεν είχαν βάλει μυαλό από την Σμύρνη το 1922. Ίσα ίσα γελούσαν και έλεγαν πως καλά έπαθαν. Διαβάζοντας το έργο είδα πως θα μπορούσε να είναι γραμμένο και για σήμερα. Οι παρενοχλήσεις συνεχίζονται, είναι μεγάλες, πιεστικές και υπάρχει ο φόβος του πολέμου. Δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει με τους Τούρκους και τον Ερντογάν. Προσωπικά φοβάμαι πολύ.

Ο δικός σας ρόλος ποιος είναι σε αυτή την ιστορία;

Ο Φραγκίσκος Μελαχρινός, ένας λαϊκός άνθρωπος, αυτοδίδακτος χωρίς να έχει βγάλει μεγάλα σχολεία. Δουλεύει σε μια ταβερνίτσα κάνοντας παράλληλα κομπίνες. Φροντίζει να επιβιώνει έχοντας διάφορα θέματα με γυναίκες και τσιγάρα. Είναι περπατημένος και, συγχώρεσε μου την λέξη, πουτανιάρης. Όταν ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας πέθανε, τον πέρασε στη διαθήκη γιατί τον είχε βοηθήσει με ανοιχτούς του λογαριασμούς. Παίρνει το μαγαζί, λοιπόν, καπαρώνει και το διπλανό οικόπεδο και κάνει ένα κοσμικό κέντρο με τραγουδιστές, χορεύτριες και τσιγάρα που φέρνει από το Κάιρο. Το έφερε δηλαδή στα μέτρα του και έγινε έτσι ένας μποέμ της νύχτας. Επιστρέφει ο ανιψιός του από την Γερμανία που μεγάλωσε σαν παιδί του μα σήμερα δημιουργείται μια μεγάλη κόντρα ανάμεσα τους.

Πότε σταματήσατε, καθώς «έπρεπε», να ανεβάζετε παραστάσεις στον δικό σας χώρο, το Νέο Ελληνικό θέατρο στα Εξάρχεια;

Το κακό, Αλέξανδρε, ξεκίνησε όταν σκότωσαν τον Γρηγορόπουλο τον χειμώνα του 2008. Από εκεί άρχισε να πέφτει η κίνηση στο θέατρο. Καίγονταν αμάξια κάθε τόσο στην Τοσίτσα, δίπλα μας τα έσπαγαν, πασάλειβαν τοίχους με συνθήματα. Ήταν ένα πράγμα το οποίο εμπόδιζε τον κόσμο να κατεβαίνει στην περιοχή γιατί φοβόταν. Περνούσαν συνέχεια και φώναζαν κατά τη διάρκεια της παράστασης. Είχα γράψει τότε θυμάμαι ένα έργο, «Αμερικάνος στο κεφάλι», μια ωραία ιστορία. Πήγε για δυο χρονιές και στον δεύτερο χρόνο σκοτώθηκε το παιδί. Ένα Σάββατο βράδυ που ήταν γεμάτο το θέατρο. Από τότε ανέβασα και άλλα έργα αλλά όλα μαραζώνανε. Μαράζωνε ο χώρος. Τελευταία παράσταση ήταν ο «Πατέρας» του Στρίντμεργκ που κάναμε σε έναν μήνα εισπράξεις 1200 ευρώ. Έπειτα δεν τόλμησα να ανεβάσω ξανά κάτι. Γύρισε ο γιος μου από το Παρίσι όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του, του έδωσα και την σχολή και πάει πολύ καλά. Τον χαίρομαι αν και όποτε  πηγαίνω με τρόπο με διώχνει (γέλια).

Βγάλατε όμως χρήματα αυτά τα χρόνια από την διαδρομή σας;

Για να φτιάξω το θέατρο είχα κάνει δυο χρόνια το «Σόι» στο MEGA. Μια σειρά την οποία είχα γράψει και σκηνοθετούσα. Αγόρασα το οίκημα και έβαλα μέσα έναν αρχιτέκτονα για να φτιάξει τον χώρο. Είχε μια μαγεία σαν σκηνικό και με ότι ανέβαζα γινόταν χαμός. Έβγαλα χρήματα, ναι και μπόρεσα και ξεχρέωσα. Ξεχρέωσα τα δάνεια, τις επιταγές και κάποια στιγμή κατάφερα να απελευθερωθώ από αυτά. Δούλεψε και η σχολή πάρα πολύ. Ξεκίνησα με 30 παιδιά, σε δυο χρόνια είχα 120 και ξεσκαρτάριζα για να κρατώ πάντα περίπου 60 παιδιά. Ήταν καλή η διαδρομή, ναι. Έκανα τηλεόραση κάποια χρόνια, έγραφα, τα έκανα όλα.

Θαρρώ πως με τα χρόνια έχουν μείνει μόνο οι καλές στιγμές, οι καλές συνεργασίες. Πως προσπερνούσατε τις υπόλοιπες;

Διάλεγα πάντα τους συνεργάτες στον δικό μου χώρο. Νωρίτερα, στο θέατρο Τέχνης, επίσης τους γνώριζα όλους και ήξερα να φυλάγομαι από τον καθένα. Υπήρχε πολύ μίσος και φθόνος αλλά είχα τον Κάρολο Κουν να μου λέει «μη φοβάσαι τίποτα, κάνε αυτό που θέλεις». Αυτό και έκανα. Ποτέ δεν άφηνα να δημιουργηθούν προβλήματα στον θίασο. Είχα όμορφες σχέσεις με τους συναδέλφους, καθόμασταν μετά τις παραστάσεις παρέα, πίναμε και κουβεντιάζαμε. Συνεχιζόταν δηλαδή οι πρόβα καθώς, κουβεντιάζοντας για άλλα, κοιτούσα να δω τι καλό μπορώ να πάρω από αυτούς. Διέκρινα καλά τον χαρακτήρα στην χαλαρότητα.

Αυστηρός υπήρξατε; Αδικήσατε ίσως συναδέλφους ή μαθητές σας;

Υπήρξα αυστηρός όταν οι συνάδελφοι αργούσαν ή γελούσαν στη σκηνή. Θύμωνα και έλεγα πως δεν είναι δυνατόν. Δεν έβρισα όμως ποτέ κανέναν. Δεν νομίζω πως αδίκησα. Έχω διώξει δυο φορές ηθοποιούς από παράσταση ύστερα από δική μου λάθος επιλογή. Τους πλήρωσα τις πρόβες και τους εξήγησα πως δεν μπορούσα να δουλέψω μαζί τους.

Τι αναζητούσατε στις σκηνικές σας συνυπάρξεις;

Ήθελα να συναντώ ανθρώπους που να είναι σεμνοί, να έχουν ήθος στη σκηνή και στη ζωή του. Έψαχνα την ψυχούλα τους, το συναίσθημα τους. Σήμερα δεν το θέλουν το συναίσθημα, τους ενδιαφέρει μόνο να λένε τα λόγια οι ηθοποιοί όπως συμβαίνει πια στην τηλεόραση.

Για αυτό υποθέτω πως δεν σας βλέπουμε πλέον και στην μικρή οθόνη.

Με κουράζει πια η τηλεόραση. Πήγα και έκανα μια γκεστ συμμετοχή για έξι, επτά επεισόδια αλλά έτρεχαν όλοι σαν παλαβοί. Έτρεχε ο ένας, έτρεχε ο άλλος, «πάμε πάμε» φώναζε ο τρίτος. Ήθελα να κάνω μια παύση και μου έλεγαν πως οι παύσεις δεν χρειάζονται. Ήθελα να φύγω από την πρώτη στιγμή αλλά δεν μπορούσα να κρεμάσω τους ανθρώπους.

Κλείνοντας όπως αρχίσαμε, με το γεμάτο αρώματα και μνήμες «Κάποτε στον Βόσπορο», πως νιώθετε να περνάει κάτω η δουλειά;

Γελάει ο κόσμος, χειροκροτάει και βγαίνει ο Δημήτρης Πιατάς μπροστά σε ορισμένα σημεία και τους παρασέρνει. Τραγουδούν μαζί με τον θίασο ενώ υπάρχουν άνθρωποι που συγκινούνται και κλαίνε με την ιστορία. Οι μεγαλύτερης ηλικίας θεατές την δέχονται σαν παραμύθι. Υπάρχουν στιγμές που και μένα με συγκινούν βαθιά. «Κάθε λίγο και ένα καινούργιο χτύπημα χειρότερο από το προηγούμενο. Πρώτα η Σμύρνη το ’22, μετά η φωτιά στα Τατάβλα και μέσα σε λίγες ώρες τα σπίτια μας έγιναν παρανάλωμα και οι ψυχές μας κάρβουνο. Δεν έχει τέλος το τέλος μας. Και στον ουρανό ακόμα στάχτες θα μαζεύουμε» αναφέρει στο φινάλε ο ήρωας μου.

Το ωραιότερο σχόλιο που δεχθήκατε για αυτή σας την στιγμή;

Ήρθε ο γιος μου να δει την παράσταση, έβγαλε εισιτήριο σε μια απογευματινή και λόγω covid δεν μπήκε μέσα. Την άλλη μέρα ήρθε στο σπίτι, άρχισε να φωνάζει, με πιάνει, με φιλάει στο μέτωπο και μου λέει «μπράβο πατέρα». Ήταν η πιο ωραία στιγμή για μένα, ένα χάδι.