Νίκος Πουρσανίδης: «Όταν πήγα στην Αγγλία, δεν ήξερα πόσο δύσκολο θα ήταν…»

«Ακόμα και στην «Πολυκατοικία», όπου έμεινα 3 χρόνια, ήταν...»

Τον γνωρίσαμε μέσα από τη συμμετοχή του στην επιτυχημένη σειρά «Η Πολυκατοικία» και λίγο μετά τη σειρά, ο Νίκος Πουρσανίδης έφυγε από την Ελλάδα και πήγε στην Αγγλία όπου και παντρεύτηκε κι έγινε και μπαμπάς. Ο 32χρονος πρωταγωνιστής των «Κλεμμένων Ονείρων» μιλά για την αποχή του από την ελληνική τηλεόραση στο περιοδικό Down Town και στον Αλέξανδρο Πρίφτη και αναφέρεται στις δουλειές που έκανε τότε…

Γιατί «μηδένισες» και ξανάρχισες;

Εκείνη τη στιγμή δεν το είδα έτσι. Το έκανα επειδή είχα ανάγκη να το ζήσω. Έφυγα από την Ελλάδα και πήγα στην Αγγλία, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Δεν ήξερα κανέναν και τίποτα. Πρέπει, όμως, να σου πω ότι η αλλαγή είναι στο αίμα μου. Μου αρέσει να «μηδενίζω», να αλλάζω, να μη μένω στάσιμος. Δύσκολα μένω πολλά χρόνια σε δουλειές. Ακόμα και στην «Πολυκατοικία», όπου έμεινα 3 χρόνια, ήταν «κάπως» για μένα… Δεν το μετάνιωσα φυσικά, την αγάπησα πολύ αυτή τη δουλειά, αλλά συνήθως κάνω πολλά πράγματα και διαφορετικά. Το κάνω κυρίως για να αποδείξω πολλά στον εαυτό μου – ότι μπορώ να κάνω κι αυτό και το άλλο και το δίπλα. Ότι μπορώ να τα ξαναχτίσω όλα.

Μεγάλο το ρίσκο που πήρες σε μία εποχή τόσο δύσκολη…

Πολύ μεγάλο, αλλά γενικά είμαι άνθρωπος του ρίσκου. Έτσι είναι και η ζωή και η υποκριτική. Ψάχνω τα όριά μου συνεχώς, γι’ αυτό και οι ρόλοι μου δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Είναι ξένοι. Και φυσικά, έχω πάρει ρίσκα που δεν μου έχουν βγει. Τουλάχιστον, όχι έτσι όπως θα το ήθελα. Αλλά σημασία έχει πώς το διαχειρίζεσαι. Όταν πήγα στην Αγγλία, δεν ήξερα πόσο δύσκολο θα ήταν.

Και τι έκανες;

Άρχισα να ψάχνω ατζέντηδες και επαφές που είχα κάποτε, αλλά στην ουσία δεν βρήκα και έκανα άσχετες δουλειές για να έχω χρήματα και να εξασκήσω τη γλώσσα. Σιγά-σιγά μπήκα στα θεατρικά και στα κινηματογραφικά πράγματα και τώρα έχω στο βιογραφικό μου συνεργασίες με πολύ μεγάλους σκηνοθέτες και μια πολύ φημισμένη ατζέντη, η οποία με έχει αναλάβει και με προωθεί σε ξένες ταινίες και σειρές. Νιώθω πολύ τυχερός που έπαιξα στο «Icon» του Stephen Frears και στο «Spooks: The Greater Good» του Bharat Nalouri. 

Τι άλλες δουλειές έκανες στην Αγγλία;

Ήμουν πωλητής στη Chanel, στα Harrods’s, στην Hermes, στην Bond street και πόρτα σε ένα μαγαζί. Έκανα πολλές δουλειές! Μετά πουλούσα εισιτήρια σε ένα σινεμά, έπειτα σε ένα café, όπου έφτιαχνα ποτά, καφέδες, ήμουν στον μπουφέ. Έκανα αρκετά.

Το να πας στην Αγγλία με την Κατερίνα, ήταν κι ένα τεστ για να δοκιμάσεις τη σχέση σας στις δυσκολίες και στα σκούρα;

Όχι, δεν το σκεφτήκαμε έτσι. Περάσαμε διάφορα μαζί. Φανταριλίκια μου, δυσκολίες με τον στρατό, περιοδείες – ήταν ένας τρόπος για να ψάξουμε τους εαυτούς μας, ο καθένας ξεχωριστά και οι δύο μαζί. Η σχέση μας πέρασε από διάφορα στάδια και δυσκολίες και αυτό ήταν φυσικό και επόμενο. Αλλά κυρίως αποδείξαμε -ο καθένας στον εαυτό του- τι μπορεί να καταφέρει. Κι όταν το κάνεις και το πετυχαίνεις, ο άλλος σε θαυμάζει πιο πολύ. Θα σου πω κάτι, ακόμα και στις δουλειές που έκανα στην Αγγλία, έψαχνα τα όριά μου και ήθελα πάση θυσία να τις κάνω σωστά και να είμαι ο καλύτερος. Όχι απλά καλός! Είχα βγει, θυμάμαι, ο καλύτερος πωλητής στη Chanel όπου δούλευα. Αυτό δεν είχε σχέση με την υποκριτική βέβαια, αλλά πήρα χαρά όταν πέτυχα κάτι. Για μένα είναι σημαντικό αυτό. Έτσι με κατάλαβα καλύτερα και είδα το πόσο ανταγωνιστικός είμαι και ότι δεν δέχομαι με τίποτα να μην είμαι καλός. Σε ό,τι κι αν κάνω! Αυτό δεν έχει να κάνει με το ταλέντο, αλλά με την όρεξη για δουλειά.

Στην Ελλάδα ήσουν ένας αναγνωρίσιμος ηθοποιός, πηγαίνοντας όμως στην Αγγλία και κάνοντας όλες αυτές τις δουλειές, δεν σου φάνηκε υποτιμητικό όλο αυτό;

Όχι, δεν θα το έλεγα. Στην αρχή όμως, όταν παιζόντουσαν τα τελευταία επεισόδια της «Πολυκατοικίας» και με αναγνώριζε ο κόσμος στο δρόμο, οι Έλληνες ειδικά, ήταν λίγο περίεργο… Αλλά όχι υποτιμητικό. Μωρέ, σαν παιχνίδι το έβλεπα, δεν ήξερα πόσο θα διαρκέσει! Από ένα σημείο και μετά, όταν περνούσε ο χρόνος και συνέχισα να κάνω αυτές τις δουλειές παράλληλα με τις ταινίες, κλονίστηκα λίγο, προσωρινά, αλλά συνήλθα. Αναρωτιόμουν πώς θα βγω απ’ όλο αυτό, πώς θα γίνει ξανά η υποκριτική η πρώτη μου δουλειά.