Νέλλη Γκίνη: «Πάω και ρίχνω το μωρό. Γύρισε! Με κοίταξε στα μάτια κι έφυγε…»

Η συγκλονιστική αποκάλυψη της ηθοποιού...

Η Νέλλη Γκίνη εξομολογείται στην Espresso και την Αλεξάνδρα Τσόλκα…

Στις μεγάλες πίστες πώς ξεκίνησες;

Ημουν μικρή και δούλευα συνέχεια. Θυμάμαι τον πατέρα μου να περιμένει να με πάρει τα βράδια -ό,τι καιρό και να ’κανε- για να γυρίσουμε σπίτι μας μες στα σκοτάδια. Κάποτε ερχόταν και η μάνα μου, αλλά πιο σπάνια. Εγώ τις βόλτες και τα κέντρα δεν τα ήξερα. Λίγο πιο πάνω απ’ το θέατρο Μπρόντγουαιη όπου εμφανιζόμουν ήταν η Φωκίωνος Νέγρη, που γνώριζε μεγάλες δόξες. Κάποιο από τα βράδια με τη μαμά μου ανηφορίσαμε και εμείς σαν βόλτα προς τα ’κει. Κόσμος, φώτα, παρέες και ένα ξακουστό κέντρο, το Καραβάν, με ένα τεράστιο μεξικανικό καπέλο απ’ έξω να κάνει στροφές και μέσα αντί για πίστα ένα γύψινο άλογο και μια καρότσα που πάνω της καθόταν η ορχήστρα.

Μου ζήτησαν να πω ένα τραγούδι. Εγώ δεν ήξερα από αυτά που ήταν της μόδας, παρά μόνο Ζαμπέτα. Είπα το «Λευτέρη, Λευτέρη». Εγινε πανικός. Μου ζήτησαν κι άλλο, αλλά δεν ήξερα. Εκεί λοιπόν ήταν ο Κώστας ο Μαυρομιχάλης, μουσικός και ιδιοκτήτης. Μου έκανε πρόταση να εμφανίζομαι κάθε βράδυ, να λέω λίγα τραγούδια και να πληρώνομαι. Τα λεφτά σε σχέση με το θέατρο ήταν ασύλληπτα! Εδώ αντιστράφηκαν οι όροι. Η μάνα μου με υποστήριζε και ο πατέρας μου ούτε να ακούσει για κέντρα. Τελικά παντρευτήκαμε με τον Κώστα, δουλεύαμε μαζί και μετά είχα αμέσως προτάσεις για τις μεγάλες πίστες.

Γιατί χωρίσατε;

Για το θέατρο! Δεν ήθελε να παίζω. Δεν ήθελε να εμφανίζομαι πουθενά χωρίς αυτόν. Η εποχή ήθελε τις γυναίκες στο σπίτι και μόνο με τον σύζυγό τους σε δουλειές θεάματος. Με ζήλευε πολύ. Εφυγα απ’ το σπίτι, πήγα στον πατέρα μου και του ’πα: «Κρύψε με». Ηρθε εκεί. Δεν βγήκα να του μιλήσω. Χωρίσαμε.

Και μετά γιατί δεν παντρεύτηκες ξανά;

Ακόμα κοιτάω πίσω μου εκείνη την περίοδο και λέω: «Εσύ; Γιατί φέρθηκες έτσι; Τι ήταν αυτή η τρέλα σου; Τι παραφορά; Πόσο λάθος!». Ηταν μεγάλος έρωτας. Ο Μιχάλης ο Ζαμπέτας, ο γιος του Γιώργου. Δεκαπέντε μέρες πριν από τον γάμο χωρίσαμε.Τι να σου πω; Πως εγώ, που είχα ανεχτεί σε όλες μου τις σχέσεις τη ζήλια και ήξερα τι τέρας πράσινο που τις διαλύει είναι, έκανα τα ίδια και χειρότερα; Παραλογιζόμουν. Ζούσαμε σε ένα σπίτι στην άκρη της θάλασσας, στο Καβούρι. Ητανε μια τεράστια βίλα με κήπο, που είχε ακόμα και σπιτάκι κηπουρού. Ερχόταν ο Γιώργος εκεί και έμενε, γιατί τον περιποιούμουν με λατρεία. Να φάει αυτό που επιθυμούσε, να γίνει ησυχία για να συνθέσει, στις μύτες των ποδιών να πατώ, να κοιμηθεί στο δωμάτιό του και εγώ να τον σκεπάσω.

«Πατεράκο μου» του έλεγα και έτσι τον αποχαιρέτησα στο τέλος, κλαίγοντας και φιλώντας τον για τελευταία φορά. Λίγο πριν από τον γάμο έκανα μια σκηνή στον Μιχάλη. Για να μη μου μιλήσει άσχημα, έπαιρνε τη μηχανή και σηκωνόταν και έφευγε. Ετσι έκανε και τότε. Ελειπε τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Λέω «Ολα τελείωσαν». Το πίστευα. Τι με έπιασε; Γιατί το έκανα αυτό; Εχω σκεφτεί στη ζωή μου ατελείωτα βράδια τι ήταν όλο εκείνο το κακό και τι μου συνέβαινε! Πάω και ρίχνω το μωρό. Γύρισε! Πρωί ήταν και στάθηκε στην πόρτα και με κοίταξε στα μάτια. Του το ’πα. Εφυγε για πάντα! Χρόνια έκανα να συνέλθω.