Δίκη για το Μάτι: «Νόμιζα ότι έρχονταν ξύλα κατά πάνω μου, ήταν πτώματα»

Φωτιά

"Ζω από θαύμα. Καμία ελπίδα δεν υπήρχε να ζήσω. Εκείνο που με κατάτρωγε ήταν η φίλη μου που είχε μείνει σπίτι, κλεισμένη και εάν είχε καεί" περιγράφει μία εκ των επιζώντων της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι.

Δριμύ κατηγορώ από επιζήσαντες της φονικής φωτιάς στο Μάτι ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείο της Αθήνας που δικάζει την υπόθεση της εθνικής τραγωδίας του 2018 για την παντελή έλλειψη της Πολιτείας εκείνη την ημέρα.

Ο μάρτυρας, Αντώνιος Γιαννακοδήμος, είπε στην κατάθεση του για τη φωτιά στο Μάτι πως εάν δεν είχαν δει τον καπνό, εκείνος και η οικογένεια του θα είχαν καεί όλοι. Η οικογένεια του μάρτυρα μετρά μία απώλεια, καθώς λόγω της πυρκαγιάς έχασε τον πατέρα του.

«Εκείνη την ημέρα ήμουν στη δουλειά, ενημερώθηκα για φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη, ακύρωσα ένα ραντεβού που είχα και πήγα να δω τι γίνεται, επέστρεψα σπίτι. Καμία ενημέρωση δεν υπήρχε. Έξι παρά είδα καπνό, μαύρο, νοτιοδυτικά. Βγαίνω έξω ανεβαίνω Μαραθώνος και έχω φωτιά στα 50 μέτρα. Σε κατάσταση πανικού επιστρέφω σπίτι, ειδοποιώ γονείς, πως υπάρχει φωτιά και πρέπει να φύγουμε» είπε ο μάρτυρας στην κατάθεση του.

Στη συνέχεια, περιέγραψε πως μέσα στον πανικό ετοιμάστηκαν να φύγουν, ενώ όπως είπε δεν πήρε μαζί του σχεδόν τίποτα, εκτός από τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κάποια χρήματα. Την ώρα που κατέβαινε να φύγει με την οικογένεια του, καιγόταν ήδη η κεραμοσκεπή του σπιτιού του.

Η Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου στα 65 της χρόνια έδωσε «μάχη» επί περίπου έξι ώρες μέσα στη θάλασσα. Τις περισσότερες εξ αυτών ήταν εντελώς μόνη. Με κλάματα η μάρτυρας περιέγραψε όσα βίωσε. «Δεν ήταν κανείς μαζί μου. Έμεινα εντελώς μόνη. Μου είπαν ότι ήταν 10-12 μποφόρ. Άρχισαν να κολυμπάω, σε μία φουρτουνιασμένη θάλασσα. Όλα ήταν μαύρα, δεν μπορούσα να δω και επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Φανταστείτε έναν άνθρωπο, 65 ετών, σε μία αγριεμένη θάλασσα, που δεν φαινόταν τίποτα και μέσα στην απόλυτη σιωπή.

Ζω από θαύμα. Καμία ελπίδα δεν υπήρχε να ζήσω. Εκείνο που με κατάτρωγε ήταν η φίλη μου που είχε μείνει σπίτι, κλεισμένη και εάν είχε καεί. Οι ώρες περνούσαν. Στράφηκα στην Παναγία και είπα “αν θέλεις να χαθώ, να χαθώ, τώρα αλλιώς δείξε μου τα σημάδια”. Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και ακούω φωνές ανθρώπων, που φωνάζανε βοήθεια, 11-11:30, δεν ξέρω ακριβώς τι ώρα ήταν. Ήταν έξι άτομα. Κανέναν τους δε γνώριζα.

Η μία κοπέλα ρώταγε την μαμά της εάν θα πεθάνουμε και εμείς, καθώς πριν είχε χάσει τον αδελφό της και μία φίλη τους. Η Βάσια η Μίχα. Εμείς δεν το γνωρίζαμε τότε. Το άλλο το κορίτσι το είχε πιάσει κρίση πανικού και την πήρα και την έσερνα. Δεν την έχω βρει. Κάποια στιγμή είχε έρθει πάνω μου κάτι σαν ξύλα, έτσι νόμιζα, ήταν πτώματα.

Το μοιραίο οικόπεδο

«Κατηγορηθήκαμε πανελληνίως σε σύσκεψη υπουργών την επόμενη της φωτιάς για την απώλεια 26 ατόμων που βρέθηκαν απανθρακωμένοι στην έκταση μας. Μας κατηγόρησαν ως καταπατητές. Το κράτος έχει καταστήσει όλους τους πολίτες ομήρους σε μία ψευδή συνθήκη. Το σπίτι μου δεν είναι αυθαίρετο και δεν υπήρξα ούτε εγώ καταπατήτρια, ούτε η οικογένεια μου. Το οικόπεδο μας δεν έχει σκαλοπάτια προς τη θάλασσα με την κλασική έννοια. Είναι σκαλεμένα σκαλοπάτια από τον παππού μου στους βράχους. Δεν είναι βατά, είναι γκρεμός. Από εκεί σώθηκαν, όσοι σώθηκαν. Δυστυχώς, δεν πρόλαβαν οι 26 διότι τους πρόλαβε θερμικό κύμα» κατέθεσε η Αναστασία-Χριστιάννα Φράγκου, ιδιοκτήτρια του οικοπέδου που χάθηκαν 26 ζωές και σώθηκαν 40, όπως τόνισε η μάρτυρας.

«Αυτό το αφήγημα ότι δήθεν οι κάτοικοι φταίνε δεν αληθεύει, δεν φταίνε τα σπίτια, υπήρχαν δίοδοι. Δεν υπήρχε ειδοποίηση από κανέναν, καήκαμε σαν τα ποντίκια. Είναι άθλιο και χυδαίο να έχουμε επίθεση από το Κράτος σε ανθρώπους που έχασαν δικούς τους και όλη την περιουσία τους» κατέληξε η μάρτυρας.

Πηγή: newsit.gr