Τα άλλοθι, η «ξεπέτα» και μια συνομιλία με τον Μανόλη Ρασούλη 29 χρόνια πριν…

Η ιθαγενής τηλεόραση –διακαναλικώς- ελάχιστο χρόνο του αφιέρωσε, από τη στιγμή που έγινε γνωστό το αδόκητο τέλος του.

Κάτι αμήχανα ολιγόλεπτα αφιερώματα της «ξεπέτας» είδαμε, φτιαγμένα κι αυτά θαρρείς από κοινωνική υποχρέωση… Ακόμη κι αυτά, όμως, εστιασμένα στην αξιοσημείωτη, πλην στατική, «συνθήκη» της επιφανειακής επικαιρότητας. Δηλαδή στο γεγονός ότι βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του, μια εβδομάδα μετά το θανατό του.

Και καλά οι «σοβαρές» ενημερωτικές εκπομπές. Είχαν άλλοθι την Παγκόσμια τραγωδία της Ιαπωνίας και τις πολλαπλές της συνέπειες ή τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής και άλλα σοβαρά τρέχοντα.

Οι υπόλοιπες όμως; Εκείνες που βαφτίζουν καλλιτεχνικό ή τηλεοπτικό ρεπορτάζ τα «στημένα» ή μη ξεκατινιάσματα και τα «σικέ» ειδύλλια εφήμερων δήθεν αστέρων. Εκείνες που αναγάγουν σε μείζον πολιτιστικό γεγονός, πανεθνικής εμβέλειας, το φεστιβάλ της Γιουροβίζιον…

Ούτε εκείνες βρήκαν το χρόνο και το χώρο για κάτι περισσότερο…Για ουσιαστικότερο, ούτε λόγος…

Αξιολόγησαν ως σημαντικότερο να ασχοληθούν για χιλιοστή φορά, ας πούμε, με το αυτιστικό Dancing, ή τις «παρακμιακές» Housewife  του Σουσουδίστικου  lifestyle του Παραδείσου (Αμαρουσίου).

Αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά πως έχουν μαύρα μεσάνυχτα για το τι θέλει πράγματι ο κόσμος να δει… Κι ύστερα αναρωτιόμαστε τι έχουν τα έρμα και ψοφούν. Πτωχευμένα μέσα στην απαξίωση του ίδιου του κοινού τους.

Έψαξα στα συρτάρια μου και βρήκα, μια συνομιλία που είχα μαζί του πριν από 29 χρόνια και την οποία ακόμη θυμάμαι, σχεδόν λέξη προς λέξη. Σαν τραγούδι αγαπημένο. Τόση εντύπωση μου είχαν κάνει τότε -στα 22 μου- τα λόγια του.

Το δημοσίευμα στην «Ακρόπολη της Κυριακής» που την φιλοξένησε, έχει ημερομηνία 31 Ιανουαρίου 1982.

Δεν ξέρω κατά πόσο, μπορεί, να σας ενδιαφέρει…

Διαβάστε την, αν δεν βαριέστε και θυμηθείτε αυτό που είπε ο Μανόλης Ρασούλης σε συνέντευξή του δύο μήνες πριν: Είπα να μου βάλουν στην ταφόπετρα όταν τα τινάξω: «Έφυγε πλήρης ιδεών».

Διαβάστε την και μετά βάλτε το βίντεο να παίξει…
 
«Ποτέ δεν λογάριασα τον εαυτό μου σαν καλλιτέχνη και ποτέ δεν τον κατέταξα σε μια συγκεκριμένη κατηγορία κάποιας δραστηριότητας… Άσχετα αν τώρα στην ταυτότητα μου υπάρχει γραμμένο ένα επάγγελμα (στιχουργός), εντούτοις γελάω… Δεν ξέρω πως γαργαλιέμαι έτσι… Γαργαλιέμαι περίεργα… »

-Από πότε άρχισες να ασχολείσαι με το τραγούδι;

«Πρώτα τραγουδούσα για φίλους, όπως ο Λοϊζος, ο Σαββόπουλος. Είμαι ανακατεμένος με το τραγούδι, από το ’60. Ήταν μια μέθεξη που με απελευθέρωνε εσωτερικά.

Τότε βέβαια είχα ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον κινηματογράφο, ενώ παράλληλα έγραφα ποιήματα, διηγήματα… Είχα εκδώσει και τρία βιβλία (…)Με όλα αυτά είχα ασχοληθεί έτσι σαν αντίβαρο για να μην κάνω το τραγούδι.»

-Δηλαδή δεν ήθελες;

«Όχι, δεν ήθελα ενστικτωδώς γιατί υπήρχε ένα μυστήριο στις σχέσεις μου με αυτό. Με απασχολούσαν όλες αυτές οι ανθρώπινες εκφράσεις και ήθελα όχι να παραμένω στην επιφάνεια, αλλά να βρίσκω τη λειτουργικότητα τους. Γι αυτό με τράβηξε η πολιτική σαν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Άρχισα τότε να δημοσιογραφώ και να γράφω αστεία.»

-Πάντως έχω την εντύπωση πως η τέχνη είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα από την πολιτική.

«Εξαρτάται από την υποκειμενική κατάσταση του ατόμου. Η τέχνη σίγουρα είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα, γιατί είναι ο προθάλαμος του θρησκευτικού συναισθήματος. Γι αυτό κι εγώ ποτέ δεν την εγκατέλειψα.»

-Είσαι θρησκευόμενος;

Ναι. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαρνιέμαι οποιαδήποτε ανθρώπινο ή κοινωνικό δεδομένο. Η έννοια μου είναι να το καταλάβω, να βρω τον εσωτερικό του ρυθμό και να το μεταμορφώσω.

-Με τα τραγούδια σου προσπαθείς να αναβιώσεις το ρεμπέτικο;

«Τα τραγούδια μου δεν είναι ρετρό. Με αυτά ήθελα να εξωτερικεύσω την εσωτερική μου εμπειρία, χρησιμοποιώντας τους κοινούς κώδικες που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν κατά παράδοση.

 Κατά πόσο τώρα  μπορώ να πω ότι το ρεμπέτικο αναβιώνει ή το μπολιάζω… Οπωσδήποτε έχει μπολιαστεί στην εποχή μας. Αλλά μια αυθεντική έκφραση είτε το 1900, είτε το 1980 δεν μπορούμε να πούμε ότι αναβιώνει. Ζει πάντα.»

-Ναι, αλλά έχουν αλλάξει οι κοινωνικές συνθήκες. Εσύ ο ίδιος έχεις γράψει το στίχο:« οι μάγκες δεν υπάρχουν πια τους πάτησε το τρένο». Πώς λοιπόν μπορεί σήμερα κάποιος –όπως εσύ- να κάνει ρεμπέτικο;

«Πλουτίζει το πράγμα με διάφορα στοιχεία και είναι το παιχνίδι των μορφών που συνεχώς ανανεώνεται κι αυτό δίνει μια ευχαρίστηση στον άνθρωπο και είναι μία αναγκαιότητα. Θα μπορούσα να πω ακόμα και βιολογική, αφού τρεις είναι οι κύριες πηγές που ο άνθρωπος σχετίζεται με τη φύση: οξυγόνο-τροφή-εντυπώσεις.

Καταπιάστηκα σχεδόν με όλες τις μορφές του τραγουδιού φτάνοντας στο αποκορύφωμα της παράδοσης του λαϊκού μας τραγουδιού, ποτίζοντας το με στοιχεία ροκ, χρησιμοποιώντας το απλό-αλλά όχι το απλοϊκό-νόημα κι έτσι νομίζω ότι εκάλυψα ένα κενό  που υπήρχε στο λαϊκό τραγούδι και σε αυτό που έκανε ο Σαββόπουλος σαν η πρωτοπορία του τραγουδιού με τα πιο σύγχρονα στοιχεία που ναι μεν άρεσε στο κόσμο, όμως δεν τραγουδήθηκε από το πλατύ κοινό. Αλλά ήταν άκρως ποιοτικό.

(…)Αν ξανακούσει κανείς το τραγούδι που τραγούδησα στο Φεστιβάλ της Κέρκυρας, θα παρατηρήσει ότι αυτό που ήθελα περισσότερο είναι να κάνω τη ζωή μου ένα τραγούδι… Να μείνω ζωντανός άνθρωπος και να είμαι μέσα σε όλα και έξω από όλα. »

-Δεν σε καταλαβαίνω.

«Μ΄αυτό θέλω να σου πω αυτό που είπε ο Ηράκλειτος «Τα πάντα ρει». Αυτός είναι και ο βασικός κανόνας της ύπαρξης («να είσαι ή να μην είσαι»). Μ΄ αυτή την εμπειρία πλησίασα το νόημα του Ηράκλειτου, αλλά και τη διδασκαλία του Μπαγκουάν Σρι Ρασνις του οποίου τυγχάνει να είμαι μαθητής και του οποίου τύπωσα ένα από τα 300 βιβλία του στα ελληνικά. «Η κρυμμένη αρμονία, ομιλίες πάνω στον Ηράκλειτο» και για την αίσθηση μου είναι το μοναδικό βιβλίο για τον Ηράκλειτο που ρίχνει άπλετο φως στις σκοτεινές ρήσεις του αρχαίου σοφού.»

-Ποια είναι η σχέση σου με το δάσκαλο σου που γνώρισες στο πρόσφατο τρίμηνο ταξίδι σου στην Ινδία;

«Η πιο υψηλή και η πιο βαθιά σχέση που είχα ποτέ με κάποιον. Γιατί μέσα από αυτή τη σχέση ωριμάζει η άμεση δυνατότητα του «γνώθι σε εαυτόν». Δηλαδή του να αποκαλυφθεί ο  «Θεός» μέσα σου. »

-Ναι, αλλά ο Ηράκλειτος με τον οποίο ασχολείσαι στο  βιβλίο του δασκάλου σου είναι άθεος;

«Ο Θεός είναι μια συμβατική έννοια και δεν εκφράζεται με τις λέξεις . Όπως λέει ένας Ινδός:  «Πως μπορώ να σου περιγράψω την αίσθηση της ζάχαρης, όταν δεν έχεις φάει γλυκό». Και ο Ηράκλειτος μπορεί να ήταν άθεος, αλλά ήταν αυτός που είπε σε κάποιους που τον επισκέφθηκαν και τον βρήκαν στην κουζίνα του: «Κοπιάστε υπάρχουν κι εδώ θεοί».

Ο Αριστοτέλης θεωρούσε τον Ηράκλειτο τρελό γιατί δεν μπορούσε να κατανοήσει τη σκέψη του. Πάντως όπως λέει και ο δάσκαλος μου, η ανθρωπότητα θα ήταν πολύ καλύτερη αν ακολουθούσε τον Ηράκλειτο κι όχι τον Αριστοτέλη. ΄Ετσι δεν θα επέλεγε όλα αυτά τα μέσα της αυτοκαταστροφής της π.χ την ατομική βόμβα. »

-Μανώλη, πως εξηγείς την τάση που επικρατεί στο δυτικό κόσμο να στρέφονται προς τις ανατολικές φιλοσοφίες, το μυστήριο, το θείο κλπ. Μήπως είναι μόδα;

«Ο χορτασμένος άνθρωπος ψάχνει να βρει πνευματικές αξίες.»

-Δηλαδή ξαφνικά ξυπνήσανε και είπανε: «Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, να χαμε και μερικές πνευματικές αξίες… Επιμένω για τη μόδα.

«Κοίταξε για μένα ο σημερινός δυτικός άνθρωπος (αυτός είναι ο χορτάτος) μοιάζει σαν γραβιέρα με τρύπες… Εννοώ πως είναι αποκομμένος από τη ζωή… Νιώθει έτσι… Γι αυτό προσπαθεί μες στα πράγματα. Όμως μένει παντα δεμένος με τα υλικά αγαθά του κι έτσι δεν μπαίνει, αν και το θέλει, στην ουσία ή την αλήθεια της ζωής, δηλαδή τον «Θεό». Και «Θεός» ή αλήθεια είναι η κίνηση, ο ρυθμός, η αρμονία.»

-Ποια είναι η κοινή συνισταμένη των τόσων δραστηριοτήτων σου;

«Φροντίζω να αγαπώ και να αποπνέω την αγάπη στους άλλους, ακόμη να μαι μέσα σε αυτά που οι άνθρωποι αγαπούνε: Την παράδοση, ας πούμε, χωρίς να ταυτίζομαι με αυτή»