«Ζούσα με μακαρόνια και ρύζι για πάνω από 11 χρόνια για να μου φτάνουν τα χρήματα του μήνα»

Νικολέτα Κοτσαηλίδου

«Έχω περάσει πολλά χρόνια που δεν μπορούσα να συντηρήσω τον εαυτό μου».

Η πρωταγωνίστρια της κωμικής σειράς του ΑΝΤ1 “Πέτα τη φριτέζα”, Νικολέτα Κοτσαηλίδου, εξηγεί  στο Page 2 της Νέας Σελίδας και τον Γιάννη Πουλόπουλο ότι δεν μπορεί ένας ηθοποιός να ζει μόνο από το θέατρο. Περιγράφει τις δυσκολίες που συνάντησε όταν αποφάσισε στα 24 της να αφήσει μια στρωμένη δουλειά στη Θεσσαλονίκη και να έρθει στην Αθήνα να σπουδάσει υποκριτική και μας λέει ότι, αν ποτέ αποφάσιζε να παντρευτεί, θα το έκανε όπως η Μαριέτα.

Παρόλο που έχεις σημαντική πορεία στο θέατρο, οι τηλεοπτικές σου συμμετοχές μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ηταν επιλογή σου να μην παίζεις στην τηλεόραση;

Ηταν επιλογή μου, ναι. Η δουλειά μου, η μεγάλη μου αγάπη, αυτό που έχω σπουδάσει είναι το θέατρο. Μέχρι να τελειώσω τη σχολή δεν είχα καμία επαφή με την κάμερα και δεν αισθανόμουν την ανάγκη να κάνω τηλεόραση. Η σχέση μου με την τηλεόραση είναι αυτό που λέμε «μακριά κι αγαπημένοι» κι αυτό που έλεγα πάντα ήταν ότι θα έπαιζα σε σίριαλ, αν ερχόταν κάποια πρόταση που να αισθανόμουν καλά μέσα σε αυτή. Οταν με προσέγγισε ο σκηνοθέτης της «Φριτέζας», Ανδρέας Μορφονιός, με τον οποίο είχα δουλέψει έναν χρόνο πριν στην ταινία «Τζαμάικα» και μου πρότεινε τον ρόλο της Μαριέτας είπα με κλειστά μάτια «ναι». Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που μπορεί να σε εκθέσει. Οταν όμως έχεις να κάνεις με έναν σκηνοθέτη που αισθάνεσαι ασφάλεια μαζί του και ηθοποιούς που σέβεσαι, εκτιμάς και θαυμάζεις, τότε δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα.

Πώς αντέδρασες όταν είδες για πρώτη φορά τον εαυτό σου στην τηλεόραση;

Η πρώτη φορά που είδα τον εαυτό μου στην τηλεόραση ήταν στον «Καρυωτάκη», που σκηνοθέτησε για την κρατική τηλεόραση ο Τάσος Ψαρράς, όπου έπαιξα σε εννέα επεισόδια, υποδυόμενη μια φίλη της Μαρίας Πολυδούρη. Παρόλο που ήμουν σε μια πολύ προστατευμένη δουλειά και με έναν σκηνοθέτη-μεγαθήριο, σοκαρίστηκα! Και μόνο να σκεφτεί κανείς ότι για τις ανάγκες της δουλειάς με είχαν κάνει ξανθιά, με γαλάζιους φακούς επαφής, όταν όλη μου τη ζωή ήμουν μελαχρινή με σκούρα μάτια, πώς ήταν δυνατόν να μην σοκαριστώ! Αν σε αυτό υπολογίσεις ότι άκουγα για πρώτη φορά και τη φωνή μου, που μου φάνηκε πιο λεπτή, μπορείς να καταλάβεις γιατί πίστευα ότι έχει χαλάσει το ηχείο της τηλεόρασης (γελάει).

Μπορεί ένας ηθοποιός να ζει αξιοπρεπώς δουλεύοντας μόνο στο θέατρο;

Οχι. Διότι ακόμη και όταν δουλεύεις σε μια παράσταση που σου προσφέρει τα προς το ζην, δεν μπορείς να βάλεις 50 ευρώ στην άκρη για να αντέξεις τους μήνες που θα είσαι άνεργος. Είναι πολύ δύσκολο να ζεις μόνο από το θέατρο, γι’ αυτό και οι περισσότεροι ηθοποιοί κάνουμε κι άλλες δουλειές.

Υπήρχαν στιγμές που δυσκολεύτηκες οικονομικά;

Εννοείται. Εχω περάσει πολλά χρόνια που δεν μπορούσα να συντηρήσω τον εαυτό μου, γιατί προέρχομαι μεν από μια οικογένεια που με μεγάλωσε χωρίς να μου λείπει τίποτα, αλλά ήξερα ότι δεν μπορούσε να στηρίξει με άνεση ένα παιδί που πήρε την απόφαση να πάει σε μια άλλη πόλη να σπουδάσει. Από τα 19 μου, λοιπόν, μέχρι τα 30 φεύγα μου, ζούσα με υδατάνθρακες, δηλαδή μακαρόνια και ρύζι, για να μου φτάνουν τα χρήματα να περάσω τον μήνα. Εννοείται ότι όσο σπούδαζα έκανα διάφορες δουλειές, όπως σερβιτόρα, σε μεταφραστικό γραφείο, σε video club, μέχρι και σε εταιρεία promotion για τσιγάρα έχω εργαστεί.

Ποια από τις δουλειές που έχεις κάνει, παράλληλα με το θέατρο, σου ταίριαζε λιγότερο;

Νομίζω ότι αυτή η δουλειά με τα τσιγάρα, όπου έπρεπε να πλησιάζω ανθρώπους που δεν γνώριζα και να τους λέω «τι μάρκα καπνίζετε; Αν αγοράσετε δύο πακέτα από την τάδε μάρκα, θα πάρετε δώρο ένα αναπτήρα», ήταν η πιο ασύμβατη με τον χαρακτήρα μου.

Νικολέτα Κοτσαηλίδου

 

Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό να τα παρατήσεις;

Ποτέ και για κανέναν λόγο. Εχω δύο μεγάλα εφόδια. Είμαι πεισματάρα και κυρίως αγαπώ πάρα πολύ το θέατρο. Ακόμα και τώρα, λοιπόν, αν μια χρονιά στραβώσει κάτι, δεν έχω κανένα πρόβλημα να δουλέψω σερβιτόρα.

Ξέρεις βέβαια ότι, αν έκανες κάτι τέτοιο, τώρα που είσαι αναγνωρίσιμη, είναι πολύ πιθανό να άκουγες κάποιους να σχολιάσουν «πού κατάντησε».

Δεν θεωρώ ότι το να μείνεις άνεργη για μία χρονιά και να κάνεις κάποια άλλη δουλειά, μέχρι να σου έρθει κάτι άλλο, είναι κατάντια. Εξάλλου, το πιο γνωστό ανέκδοτο που υπάρχει για τον χώρο μας είναι αυτό που, όταν ρωτάνε κάποιον τι δουλειά κάνει και τους λέει ότι είναι ηθοποιός, τον ξαναρωτάνε: «Α, και σε ποια καφετέρια σερβίρεις;» (γελάει). Για εμένα το σημαντικό ήταν πάντα να έχω κάτι στο ντουλάπι μου για να φάω. Από τη στιγμή που το είχα εξασφαλίσει αυτό, δεν με ένοιαζε τίποτε άλλο. Και, πίστεψέ με, η ζωή πολλές φορές μάς δείχνει ότι έχουμε περισσότερη δύναμη από ό,τι πιστεύουμε.

Υπήρξαν στιγμές που η ζωή σού απέδειξε ότι έχεις περισσότερη δύναμη απ’ ό,τι πίστευες;

Οχι, ευτυχώς, κι εύχομαι να μην μου το αποδείξει. Γιατί αντέχουμε πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε ότι αντέχουμε. Εγώ είχα πάντα δύναμη και θέληση. Στα 24 μου, για παράδειγμα, έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο κρυφά από τον περίγυρό μου και, όταν πέρασα, παραιτήθηκα από μια στρωμένη δουλειά, γιατί εργαζόμουν ως βοηθός καθηγητή στο πανεπιστήμιο και σε τρία φροντιστήρια πληροφορικής ως καθηγήτρια, άφησα την οικογένειά μου, τους φίλους μου, και απλά έφυγα.

Οι γονείς σου ήξεραν ότι έχεις δώσει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο;

Ναι, το γνώριζαν. Ο πατέρας μου ποτέ δεν θέλησε να γίνω ηθοποιός, γι’ αυτό και δεν τόλμησα να το κάνω στα 18 μου, αλλά στα 24, αφού προηγουμένως είχα σπουδάσει πληροφορική. Το είπα και στους δύο λίγο πριν δώσω εξετάσεις κι εκεί δεν μπορούσαν πια να με μεταπείσουν. Και από εκεί που ήταν τελείως αντίθετοι, με κατάλαβαν και με στήριξαν, όσο κανένας άλλος. Πίστεψέ με, δεν ήταν καθόλου εύκολο να αφήσω μέσα σε μία νύχτα όλη τη ζωή μου στη Θεσσαλονίκη. Το νέο μου έσκασε σαν βόμβα στον περίγυρό μου, μια και δεν ήξερε κανείς τίποτα και έπρεπε μέσα σ’ όλα να εξηγώ και να αποχαιρετώ. Αλλά δεν με φόβιζε τίποτα. Εγώ πετούσα που θα μπορούσα να κάνω επιτέλους το όνειρό μου πραγματικότητα.

Σε φόβισε η αναγνωρισιμότητα;

Οχι. Αντιθέτως. Χαίρομαι πολύ όταν με συναντούν στον δρόμο και μου μιλάνε για τη σειρά.

Στα τελευταία επεισόδια της «Φριτέζας» η Μαριέτα παντρεύτηκε με τον Κίμωνα. Ο γάμος είναι κάτι που σε ενδιαφέρει;

Καθόλου. Θα ήθελα βέβαια, μια φορά ως ηθοποιός να κάνω έναν κανονικό γάμο. Ετσι, για πλάκα. Να με ντύσουν, να με στολίσουν και να φορέσω κι ένα νυφικό, για να δω, βρε παιδί μου, αν μου πάει (γελάει). Δυστυχώς, η Μαριέτα με τον Κίμωνα παντρεύτηκαν χωρίς να το έχουν σχεδιάσει και έτσι ούτε νυφικό υπήρχε ούτε τίποτα. Φόρεσαν μόνο στεφανάκια στα μαλλιά. Ετσι, όταν τέλειωσε το γύρισμα και βγάλαμε μερικές φωτογραφίες με τον Φάνη, τις έστειλα στη μητέρα μου και στην αδελφή μου και τους είπα: «Κρατήστε αυτές τις φωτογραφίες τώρα, γιατί δεν το βλέπω να έχουμε άλλες» (γελάει). Βέβαια, πρέπει να σου πω ότι, αν αποφάσιζα ποτέ να παντρευτώ, θα το έκανα σαν τη Μαριέτα. Θα διάλεγα ένα ωραίο φόρεμα και θα χόρευα με τους φίλους μου μέχρι το πρωί. Νυφικό δεν υπάρχει περίπτωση να βάλω.

Εκτός από τη «Φριτέζα», που συνεχίζει, τι άλλο ετοιμάζεις για τον χειμώνα;

Η παράσταση «Ανθρωποι και ποντίκια», που μόλις τελειώσαμε στον Τεχνοχώρο Cartel σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη, θα συνεχιστεί και παράλληλα, με την ίδια ομάδα, ετοιμάζουμε και τα «Κόκκινα φανάρια», που θα διαφέρουν αρκετά από το έργο του 1963, γιατί οι ήρωες θα είναι τραβεστί.

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Αυτή ήταν η τελευταία της επιθυμία στο Ιατρικό Κέντρο!