Μία μακροσκελή και εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη παραχώρησε ο Νίκος Καρβέλας στις Rainbow Mermaids και τη διαδικτυακή τους εκπομπή στο YouTube. Ο μουσικοσυνθέτης των μεγάλων επιτυχιών, σε μία από τις εξαιρετικά σπάνιες φορές, άνοιξε τα χαρτιά του μιλώντας για την πολύχρονη πορεία του στον χώρο, την προσωπική του ζωή και την πολιτική σκηνή της χώρας, στη σκιά της τραγωδίας των Τεμπών.
«Τα είχα κάποια στιγμή με μία κοπέλα από το Μάντσεστερ, παράτησε τις σπουδές της, ήρθε να συζήσουμε και δεν είχαμε να φάμε. Μου λέει κάποια στιγμή: αφού γράφεις μουσική όλη μέρα, γιατί δεν γράφεις ελληνικά να βγάλουμε κανένα φράγκο; Εγώ δεν είχα ιδέα από ελληνική μουσική. Μου έβαλε τον “σπόρο” και είπα οκ. Βρήκα μια στιχουργό και αγόρασα έναν δίσκο για να δω πώς είναι η ελληνική μουσική», αφηγείται ο Νίκος Καρβέλας.
«Ο μπαμπάς μου ήξερε τον Γκάτσο, ήταν από το ίδιο χωριό. Ήταν ποιητής και φίλος του Γκάτσου και του έδωσε κάποια κομμάτια μου στην εταιρεία που ήταν ο Γκάτσος. Του είπαν τότε από την εταιρεία: πες τε του αυτουνού να ασχοληθεί με κάτι άλλο, δεν κάνει για τη σύνθεση. Με απέρριψαν από την πρώτη εταιρεία και πήγα στη Minos. Ήταν αστεία τα πρώτα τραγούδια που έγραψα στα ελληνικά», συνεχίζει.
Το σχόλιό του για το έντεχνο τραγούδι
«Τον πρώτο μου δίσκο τον βαφτίζουν πια “έντεχνο” και αναρωτιέμαι σε τι πελάγη ηλιθιότητας πλέον οι άνθρωποι; Την ηλιθιότητα την αποκαλούν εντεχνίλα. Η εντεχνίλα άρχισε να σαπίζει, όταν σταμάτησε το ωραίο ελληνικό τραγούδι, και έγινε το τραγούδι των δυσκοίλιων.
Προσπαθούν να βρουν δύσκολα λόγια και δύσκολες αρμονίες, για να μιμηθούν τον Χατζιδάκι. Είναι δακρύβρεχτα σενάρια της σύγχρονης ελληνικής μουσικής κουλτούρας. Τότε οι συνθέτες που υπήρχαν ήταν πραγματικά ελληνοπρεπείς, με προσωπικότητα και ταλέντο. Από το ’90 και μετά, που τελείωσε εκείνη η γενιά συνθετών, επικράτησε το χάος».
«Πήγαινα κάθε βράδυ εκεί που τραγουδούσε η Άννα, τότε που έγραφα διάφορα σουξεδάκια. Κάποια στιγμή άκουσα έναν Έλληνα τραγουδιστή να τραγουδάει, ανεκδιήγητη φωνή, πιο χάλια δεν υπάρχει, γνωστότατος συνθέτης και τραγουδιστής. Εγώ γελάω όποτε τον ακούω. Υπάρχει ακόμα, τραγουδάει και ό,τι μπορεί κάνει το παιδί. Όποτε τον ακούω γελάω και είπα στον εαυτό μου: ρε συ, τραγουδάει αυτός και δεν τραγουδάς εσύ; Μπροστά του εγώ είμαι η Μαρία Κάλλας», περιγράφει σε άλλο σημείο της κουβέντας ο Νίκος Καρβέλας.
Η επεισοδιακή συνάντηση με τον Απόστολο Καλδάρα
“Πήγα κάποια Τρίτη χειμωνιάτικη στην RCA. Περίμενα ένα πεντάλεπτο και λέω σε μία τύπισσα “έχω ένα ραντεβού με τον κ. Θεοφίλου”. Μου λέει “πώς λέγεστε;”, νευρικά κάπως, γιατί εγώ ήμουν ατημέλητος, με μαλλιά… Λέω “Καρβέλας”. Μου λέει “μισό λεπτό”, πατάει κάτι κουμπιά… Λέει “δεν μπορεί να σας δει. Πάρτε τηλέφωνο να έρθετε την άλλη εβδομάδα”», αφηγήθηκε ο Νίκος Καρβέλας.
«Λέω “πού είναι το γραφείο του;”. Λέει “ακούσατε τι σας είπα;”. Λέω “άκουσα. Πού είναι το γραφείο του;”… Είπα μερικές κακές λέξεις, την προσπέρασα και άρχισα να ανοίγω πόρτες, γιατί ήξερα πώς είναι η μούρη του… Στην τρίτη που άνοιξα, βλέπω τον Αχιλλέα Θεοφίλου πίσω από το γραφείο του, μαζί με τον Καλδάρα.
Λέω: συγγνώμη κύριε Καλδάρα, αλλά εσύ (σ.σ στον Θεοφίλου) που με έστησες, αυτά να τα κάνεις στην γκόμενά σου, στη μάνα σου, στον πατέρα σου και στα τσουτσέκια που μπαινοβγαίνουν εδώ μέσα. Εμένα με λένε Καρβέλα και την κασέτα που σου έδωσα να τη βάλεις εκεί που ξέρεις. Και έφυγα, αφού είπα συγγνώμη στον Καλδάρα.
Εκ των υστέρων, έμαθα από τον Αχιλλέα ότι, αφού έφυγα, ζήτησε να ακούσει την κασέτα με τα τραγούδια μου. Ο Καλδάρας του είπε, πριν ακούσουν τα κομμάτια: αυτός είναι ή ψυχοπαθής ή ταλέντο. Και αφού άκουσαν τα τραγούδια, του είπε: τελικά, είναι και τα δύο», κατέληξε στην ιστορία του ο Νίκος Καρβέλας.
