Η Γιούλη Τσαγκαράκη μίλησε στην ONTime και στη Σίσσυ Μενεγάτου για τις δυσκολίες που έχει συναντήσει στον χώρο, από τις «πισώπλατες μαχαιριές» μέχρι την ανάγκη να θέτει όρια και να μαθαίνει μέσα από τα λάθη της.
Η ηθοποιός που έγινε ευρύτερα γνωστή μέσα από τον ρόλο της ως «Θεία Σταματίνα» στη σειρά του Γιώργου Καπουτζίδη «Σέρρες» αναφέρθηκε, επίσης, στην ψυχοθεραπεία που συνεχίζει, στις εμπειρίες που τη διαμόρφωσαν, τόσο στις δουλειές του θεάτρου όσο και στις άλλες που έκανε για να επιβιώσει.
-Έχεις βιώσει πισώπλατες «μαχαιριές» στο χώρο;
Όλοι, σε όλες τις δουλειές τις έχουν νιώσει. Όχι μόνο σε αυτόν το χώρο. Γιατί έχω κάνει κι άλλες δουλειές για να επιβιώσω. Δούλεψα και ως σερβιτόρα, εκεί να δεις τι γίνεται! Σε όλες τις δουλειές υπάρχουν αυτά. Το σημαντικό είναι να μπορέσω μέσα από την επαφή μου -όποια δουλειά και αν είναι- να βάζω τα όριά μου. Να είμαι αληθινή και ξεκάθαρη. Και από εκεί και πέρα, όλα γίνονται. Φυσικά, αυτό δεν ήξερα να το κάνω πάντα. Μαθαίνεις πάντα στη δουλειά. Και αυτή τη στιγμή που μιλάω, συνέχεια μαθαίνω. Τρως τα μούτρα σου μία, δύο, τρεις φορές, οπότε από κάποια στιγμή και μετά λες: «Πάμε να το φτιάξουμε αυτό το πράγμα. Πάμε να ωριμάσουμε. Να βάλουμε όρια». Αυτό είναι.
-Συνεχίζεις την ψυχοθεραπεία;
Ναι, όποτε χρειάζομαι βοήθεια.
-Είσαι και σε ένα πολύ ωραίο έργο, τη «Χαμένη άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα, όλα τα Σαββατοκύριακα του Νοεμβρίου, στο θέατρο «Πορεία». Ποιο ρόλο παίζεις;
Παίζω, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, εκτός από τους πρωταγωνιστές, δύο ρόλους. Είναι πολύ μεγάλο το έργο. Είναι δύο πρόσωπα που είναι μέσα στην εποχή της χαμένης άνοιξης. Αυτό το ζούμε και τώρα. Άνθρωποι που τολμούν να βγουν στους δρόμους και να φωνάξουν, να μιλήσουν για δικαιοσύνη και δημοκρατία. Δεν παραιτούνται. Βέβαια, μιλάμε για μια άλλη εποχή. Ακόμα πιο φοβισμένοι απ’ ό,τι τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό γιατί, βλέποντας κανείς το έργο, κάνει εύκολα την αναγωγή. Μπορεί να πει κάποιος εύκολα: από το 1965 μέχρι τώρα, το 2025, τι άλλαξε τελικά στις κυβερνήσεις και στους πολιτικούς; Και βλέπεις μια στασιμότητα τελικά στα πράγματα.
Δηλαδή, η πολιτική κατάσταση είναι σχεδόν η ίδια. Και σε βάζει σίγουρα το έργο σε αυτή τη σκέψη. Είναι δύο χαρακτήρες φοβισμένοι, βασανισμένοι και αυτοί από τη ζωή. Όπως βλέπουμε και σήμερα ανθρώπους βασανισμένους, που προσπαθούν και αυτοί να ξεφύγουν από τους δικούς τους φόβους, να ζήσουν σε μια καλύτερη -ας πούμε- Ελλάδα, μια καλύτερη στιγμή γι’ αυτούς. Κάτι όμως που δεν γίνεται στο έργο, αφού μετά τα Ιουλιανά έγινε το πραξικόπημα και επιβλήθηκε δικτατορία στη χώρα μας.
-Νιώθεις ότι στις μέρες μας, με όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας, υπάρχει ελπίδα;
Η ελπίδα είναι ένα περίεργο πράγμα, λέει ο Καζαντζάκης: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». Δεν το λέει τυχαία. Δηλαδή, το να γαντζωθείς… και πάνω στην ελπίδα είσαι πάλι ένας γαντζωμένος άνθρωπος. Εγώ αυτό καταλαβαίνω από τον Καζαντζάκη. Άρα, καλό είναι να διεκδικεί κανείς τα πράγματα, να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, κατ’ αρχάς για τον εαυτό του. Να κάνω για μένα ό,τι καλύτερο μπορώ συνεχώς, αυτό να γίνεται στην οικογένειά μου και μετά να γίνεται και στα σχολεία. Άλλο ένα κομμάτι που πονάει. Κατά τη γνώμη μου, αν αυτά τα πράγματα μπορέσουν να βελτιωθούν στην ανθρωπότητα, θα καταφέρουμε να έχουμε έναν καλύτερο κόσμο.
