Ελένη Ροδά: «Ο Κόκοτας μου άρπαξε το μικρόφωνο και δεν με άφησε να τραγουδήσω»

«Μια μεγάλη τραγουδίστρια, τότε που βγήκα, δεν με άφηνε σε χλωρό κλαρί».

Η Ελένη Ροδά έχει γράψει τη δική της λαμπρή ιστορία στη λεγόμενη «χρυσή εποχή» της νυχτερινής Αθήνας. Μιλώντας στην Espresso και τον Αλκίνοο Μπουνιά, αποκαλύπτει τις δυσκολίες που συνάντησε στο ξεκίνημα της καριέρας της.

«Με την παρότρυνση του Ανδρέα Κουβελογιάννη πήγα στα Δειλινά για να με ακούσουν, αλλά ήταν αργά, ήμουνα και κουρασμένη και δεν τα πήγα και πολύ καλά στην οντισιόν. Ήμουν μάλλον εκτός τόνου, με αποτέλεσμα ο μαέστρος να πει στον επιχειρηματία τον Μιχαηλίδη «δεν κάνει». Εκείνος όμως του είπε «όχι, εγώ θα την πάρω, μ' αρέσει». Και με πήρε. Κάναμε το σχήμα στα Δειλινά, στην οδό Κέας, στην Κυψέλη, με τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Νίκο Ξανθόπουλο και τον Σταμάτη Κόκοτα, που τότε είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Ήμασταν στο πάλκο και η πρώτη μέρα ήταν για εμένα απογοήτευση. Κάποιος κάπνιζε απαγορευμένα τσιγάρα και κόντευα να λιποθυμήσω. Επίσης, όταν ήρθε η σειρά μου, ο Κόκοτας μου άρπαξε το μικρόφωνο και δεν με άφησε να τραγουδήσω. Λέω στον μπουζουξή τον Καρνέζη «δεν ξαναέρχομαι» κι ο άνθρωπος ήρθε την άλλη μέρα και με πήρε με το ζόρι από το σπίτι μου, γιατί πραγματικά ήταν για εμένα πολύ άσχημη αυτή η εμπειρία που είχα την πρώτη μέρα ως τραγουδίστρια στα μπουζούκια. Ευτυχώς που έμεινα σε αυτό το μαγαζί, γιατί εκεί με είδε ο Τάκης Λαμπρόπουλος της Columbia και με πήρε να τραγουδήσω στον δίσκο «Κάποιο καλοκαίρι» του Δήμου Μούτση, σε στίχους Νίκου Γκάτσου».

«Μια μεγάλη τραγουδίστρια, τότε που βγήκα, δεν με άφηνε σε χλωρό κλαρί. Ήμασταν μαζί στο πάλκο -από τις 10:00 το πρωί μέχρι τις 4:00 τα ξημερώματα-, με κοιτούσε περίεργα και τραγουδούσε συνέχεια ένα παλιό λαϊκό κομμάτι για να μου τη σπάει, το «Η Ελενίτσα η Ελενιώ, παντρεύτηκε με το στανιό, αγαπούσε ένα σμηνίτη που τον λέγανε Σωκράτη και της δώσανε ένα χάλια που ‘χε σπίτι στο Παγκράτη». Μετά, όταν κατέβαινα για λίγο κάτω από το πάλκο, φώναζε από το μικρόφωνο; «Ε, εσύ, τσίσα πάλι, τσίσα»;».