Σκληρή επίθεση της Μαίρης Φειδά στην κόρη της Σίσσυ: «Όχι θα την αποκληρώσω, την απέβαλα από παιδί μου!»

«Δεν μπορεί αυτή να με ξεφτιλίζει έτσι.» - «Εγώ τον γάμο της Σίσσυς τον έμαθα από έναν άνθρωπο του χωριού» - «Ούτε τον αδελφό της κάλεσε»

Η Σίσσυ Φειδά ετοιμάζει αυτές τις ημέρες το γάμο της που θα γίνει σε στενό κύκλο στη Μύκονο. Η μητέρα της Μαίρη Φειδά μιλώντας στην εκπομπή «Αποκαλυπτικά» κάνει σκληρή επίθεση στην κόρη της σε ένα βίντεο χείμαρρο…

«Την μάνα που την πέταξε στον αγύριστο. Με το ίδιο καράβι να γυρίσει. Ε με το ίδιο καράβι θα γυρίσει αυτή. Δεν μπορεί αυτή να με ξεφτιλίζει έτσι. Έχω πληγωθεί πάρα πολύ. Δεν με νοιάζει. Δεν πάει να παντρευτεί… Και του χρόνου πάλι θα παντρευτεί γιατί δεν πρόκειται να αντέξει, γιατί είναι ο χαρακτήρας.»

«Και να λέει το παιδί μου: «Ποια είσαι εσύ;» «Τι είσαι εσύ» δεν είσαι τίποτα» «Είσαι ένα τίποτα» «Σε αμφισβητώ» «Είσαι ανύπαρκτη» Αυτή την προσβολή δεν την έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου. Δεν μπορείς να με προσβάλεις κυρία μου εσύ. Εγώ σε έφτιαξα. Εγώ σε δημιούργησα.»

«Έφτασα στο σημείο να θέλω να πάω στη Μύκονο και να την κάνω… έτσι! Όταν λέμε, έτσι, αδίστακτα να την κάνω έτσι. Και με συγκρατεί ο άντρας μου «Πρόσεχε μου λέει γιατί στα νεύρα σου επάνω μπορείς να κάνεις τρελά πράγματα.»

«Εγώ τον γάμο της Σίσσυς τον έμαθα από έναν άνθρωπο του χωριού. Ένας χωρικός εκεί, μου λέει άντρε να σου ζήσει. Λέω «πλάκα μου κάνεις;» Και την παίρνω τηλέφωνο και μου λέει «Ρε μάνα πατάτα είναι».

«Εγώ θα μαθαίνω κάθε πότε θα μιλήσει στην τηλεόραση από τον κόσμο. Εγώ θα μαθαίνω από τον κόσμο συνέχεια; «Δηλαδή εγώ τι είμαι» της λέω; «Πατάτα είναι μου λέει» και με παίρνει τηλέφωνο μετά από 20 μέρες και μου λέει «παντρεύομαι».

«Ούτε τον αδελφό της κάλεσε γιατί διαπληκτιστήκαν πριν από δύο τρία χρόνια για κάτι δανεικά που της ζήτησε και καθυστέρησε να της τα δώσει και άρχισε να τον βρίζει, να τη βρίζει, να βρίζονται, εν πάση περιπτώσει αδελφός της ειναι, μαζί μεγαλώσαν, πρέπει να τον πάρει, είναι και αρχιτέκτονας, να τον πάρει να πάει στην εκκλησία, αδελφός της είναι για τα μάτια του κοσμου. Τι θα δείξει στην εκκλησία έλεος πια!»

«Τι μας παίρνεις τηλέφωνο και μας καλείς στον γάμο σου; Να ΄ρθούμε οι μισοί; Λειψοί; Να'ρθώ χωρίς άντρα; Ο αδελφός μου είναι δυστυχισμένος. Σχεδόν δεν έχει να φάει που μένει στα Εξάρχεια, ούτε το θείο της που είναι τόσο πονεμένος, με ανοιχτή καρδιά και ούτε αυτόν στο γάμο δεν κάλεσε μπας και τη θίξουνε. Μπας και χάσει τη φίρμα. Επιτρέπεται να μη σέβεται τίποτα;»

««Θα πάω με τις φιλενάδες μου στην εκκλησία!» Θα πάς με τις φιλενάδες σου; «Ναι» λεει «Θα αλλάξω το κατεστημένο» «Θα το αλλάζεις το κατεστημένο; Και ποιος θα σε συνοδεύσει;» – Οι φιλενάδες μου» – «Να τις χαίρεσαι» της λέω.»

«Θα σου διαλέξω εγώ τι θα φορέσεις. Κι αν δεν τα εγκρίνω αυτά που θα φορέσεις, θα φύγεις με το ίδιο καράβι. Εγώ δεν έφυγα με το ίδιο καράβι από τους μεγαλύτερους αλητες που πέφταν μπροστά στα πόδια μου, δε με έδιωξαν με το ίδιο καράβι και θα με διώξει αυτή;»

«Να πας όπου θελεις σε γράφω να! Να πω που με γράφει»

«Ούτε παρακαλώντας δε θα πάω στη Μύκονο. Τώρα να μου πουν ότι πέθανε, δεν πρόκειται να πάω. Την απέβαλε ο οργανισμός μου.Δεν είναι πράγμα αυτό. Το θεωρώ πολύ βαρύ. Είναι ασήκωτο, να με αμφισβητήσει το ίδιο μου το παιδί. Μπορεί να ακούσουμε, να βγει ο κόσμος να με βρίζει, να μου καταλογίσει τα πάντα, δεν ξέρω τί θέλουν να λένε. Να με περάσουν γεννεές δεκατέσσερις, δεν θα με πειράξει. Αυτό που είπε «Θα γυρίσεις πίσω με το ίδιο καράβι. Ακούς τι σου λέω εγώ; Και είσαι ανύπαρκτη και ξέρεις που σε γράφω! Ε όχι δε το αντέχω. Τι να τον κάνω εγώ τον γάμο. Τι γάμο να κάνω; Το φραμπαλά; Αυτό δεν είναι γάμος! Αυτό είναι φιέστα. Έτσι είναι οι γάμοι; Να λέει εμένα με ποιον Υπουργό θα με βάλει; Εμένα η θέση μου είναι δίπλα στη συμπεθέρα μου στον γαμρό μου και στο παιδί μου. Δεν είανι ούτε με τους Υπουργούς ούτε με τις Υπουργίνες, ούτε με τον καθένα και την καθεμία που θα είανι εκεί μέσα»

«Το σήκωσε πολύ ψηλά. Την έδειξε λέει η τηλεόραση και νομίζει ότι αυτή είναι και κανένας άλλος. Ολους να μας χώσει μες στη γη. Να μας θάψει.»

«Πήγα στο σπίτι της να κοιμηθώ ένα βράδυ, είχαμε τσακωθεί με τον άντρα μου έφυγα με τα νυχτικά. Και πήγα στο Κολωνάκι με τα νυχτικά, με τις πυτζάμες με τις σαγιονάρες του γιου μου και έκλαιγα με αναφιλητά. Μην ξαναπατήσεις μου λέει στο Κολωνάκλι έτσι και με ξεφτυλίσεις γιατί θα σε αποκυρρήξω από μάνα μου. Της λέω εγώ μεγάλωσα στο Κολωνάκι και δεν το ξέρει κανένας και ζω σε ένα χωριό τώρα και δεν ξέρει κανένας πως μεγάλωσα στο Κολωνάκι. Ασχετο αν ζούσα άσχημα μες στο σπίτι μου και εσύ της λέω θα μου πεις πως θα με κανεις και θα με δείξεις… Αυτό σε ενδιαφέρει της λέω αν φοράω το νυχτικό και ήρθα εδώ ξυπόλητη στο Κολωνάκι, ή το δράμα που κουβαλάω στην πλατη μου. «Και εμένα τι με νοιάζει, εσύ τον επέλεξες» «Τον επέλεξα αλλά που να πάω;» Κάθησα ένα βράδυ στο σπίτι της και σηκώθηκε και έφυγε ο άντρας της γιατί δεν ήθελε να περνάει από τις κλειστές πόρτες του σαλονιού και μου έδωσε διακόσια ευρώ την άλλη μέρα να πάω να κοιμηθώ με τους Πακιστανούς στην πλατεία Βάθης. Κι αυτή χάλαγε χίλια ευρώ τη μέρα το λιγότερο, να μη σου πω δυο τρεις χιλιάδες για λούσα και ταξίδια και dolce vita.

Η μητέρα της Σίσσυς Φειδά μιλά ακόμα για τα παιδικά της χρόνια:
«Δεν έπαιξα με χώμα. Δεν έπαιξα παιχνίδια στη ζωή μου από μωρό. Ξύλο και μόνο ξύλο. Βρισιές βλαστήμιες και τίποτα άλλο. Κι ό,τι καλό έχω μέσα μου το έχω από τη μάνα μου. Εναν σατράπη, έναν αγριάνθρωπο, έναν φιλοτομαριστή που δεν έβλεπε τίποτα άλλο εκτός από τον εαυτό του, που βασάνιζε δυο μωρά παιδιά μέχρι τα δεκαοχτώ τους. Που μας είχε μια λάμπα συνέχεια πάνω από το κεφάλι, να μας κάνει πλύση εγκεφάλου, να μην μπορούμε να εμπιστευτούμε άνθρωπο.

«Πολύ δύσκολη ζωή και η χαριστική βολή ήταν από την ίδια μου την κόρη. Και με μεγάλο μαχαίρι, πήρε εκείνα τα γιαταγάνια, τέτοιο, μου τράβηξε μία και με αποτελείωσε. Εγώ είχα και περιουσία να της αφήσω. Τώρα δυστυχώς δεν πρόκειται να της αφήσω τίποτα. Αυτά θα πάνε σε ξένους ανθρώπους. Σε άγνωστους που δεν τους έχω πει ούτε καλημέρα. Ούτε χαρτί στην τουαλέτα. Όχι θα την αποκληρώσω, την απέβαλα από παιδί μου, δε τη νιώθω δεν πονάω, ποναω για αυτά που περνάω εγώ, για το φέρσιμο της, για αυτό πονάω.»